Ο καρκίνος του εντέρου αποτελεί την τρίτη συχνότερη αιτία θανάτων από καρκίνο διεθνώς. Είναι η 3η συχνότερη κακοήθη νόσο στις γυναίκες μετά τον πνεύμονα και το μαστό και ομοίως στους άντρες μετά τον πνεύμονα και τον προστάτη. Η συνήθης ηλικία εμφάνισης του είναι μετά το 50 έτος και για αυτό προτείνεται η πρώτη κολονοσκόπηση να γίνεται στην ηλικία αυτή και εάν είναι φυσιολογική να επαναλαμβάνεται ανά 5 με 10 έτη.
Τα τελευταία χρόνια δυστυχώς έχει αυξηθεί η συχνότητα εμφάνισης καρκίνου του παχέος εντέρου σε μικρότερες ηλικίες και έτσι σύμφωνα με την American Cancer Society η κολονοσκόπηση καλό θα είναι να ξεκινά από την ηλικία των 45 ετών και αναμένεται να μειωθεί κι άλλο τα επόμενα χρόνια.
Εξαίρεση στον παραπάνω κανόνα αποτελούν οι κληρονομικές μορφές που εμφανίζονται σε μικρότερες ηλικίες. Στις περιπτώσεις αυτές συστήνεται η κολονοσκόπηση στους άμεσους συγγενείς τουλάχιστον μια 10ετία νωρίτερα από τον υπόλοιπο πληθυσμό Αν για παράδειγμα ένας γονιός εμφανίσει καρκίνο στο έντερο σε ηλικία 40 ετών θα πρέπει τα παιδιά του να ελεγχθούν με κολονοσκόπηση πριν τα 30.
Το παχύ έντερο (κόλον) αποτελεί το τελευταίο τμήμα του γαστρεντερικού συστήματος και είναι υπεύθυνο για την απορρόφηση κυρίως του νερού και των ηλεκτρολυτών καθώς και για τον σχηματισμός των κοπράνων τα οποία θα προωθηθούν στο ορθό και θα αποβληθούν δια του πρωκτού. Το μήκος του παχέος εντέρου είναι περίπου 1,5 μέτρο. Αποτελείται από 4 τμήματα το ανιόν ή δεξιο κόλον, το εγκάρσιο, το κατιόν ή αριστερό κόλον και το σιγμοειδές (πρακτικά τμήμα του αριστερού).Το τελικό τμήμα του που έχει μήκος περίπου 15 εκατοστά αποτελεί το ορθό. Το ορθό είναι ουσιαστικά ο αποθηκευτικός χώρος του παχέος εντέρου και έχει χωρητικότητα 0,6-1,2 λίτρα. Ο βασικός ρόλος του ορθού είναι η αποβολή των κοπράνων (αφόδευση).
Οι πολύποδες του παχέος εντέρου αυξάνονται σε συχνότητα όσο αυξάνεται η ηλικία και αποτελούν το πρώιμο καλόηθες στάδιο πριν τον καρκίνο παχέος εντέρου. Το ένα τρίτο του πληθυσμού μετά τα 50 έχει κάποιο πολύποδα και το ποσοστό αυτό αυξάνεται στο 50% μετά την ηλικία των 70 ετών. Όπως έχει αποδειχθεί οι αδενωματώδεις πολύποδες είναι αυτοί που θα εξελιχθούν σε κακοήθεια.
Η μετατροπή ενός πολύποδα σε κακοήθη γίνεται με αρκετά βραδύ ρυθμό οπότε προλαβαίνουμε με την κολονοσκόπηση να τον ανακαλύψουμε εγκαίρως και να τον αφαιρέσουμε. Χρειάζονται 5-10 έτη για να εξελιχθεί ένας πολύποδας σε καρκίνο εντέρου συνεπώς κάνοντας την πρώτη κολονοσκόπηση στην ηλικία των 50 ετών και επαναλαμβάνοντας ανά 5 με 10 χρόνια ανευρίσκεται εγκαίρως οι πολύποδες και αφαιρούνται ενδοσκοπικά.
Το μέγεθος του πολύποδα εντέρου, η μορφολογία και η σύσταση του επηρεάζουν την πιθανότητα ανάπτυξης κακοήθειας. Οι πολύποδες μικρότεροι από 1 εκ. σπάνια κρύβουν κακοήθεια ενώ πάνω από 2 εκ το ποσοστό κακοήθειας φτάνει σχεδόν στο 50%. Όταν κατά την κολονοσκόπηση βρεθεί κάποιος πολύποδας αυτός θα πρέπει να αφαιρείται και να αποστέλλεται για βιοψία. Εφόσον δεν υπάρχει κακοήθεια στη βιοψία και η αφαίρεση είναι ολική δεν χρειάζεται περαιτέρω θεραπεία.
Στην περίπτωση κακοήθειας όπως και σε περιπτώσεις πρώιμης κακοήθειας που ο πολύποδας δεν έχει εξαιρεθεί πλήρως συνιστάται παραπομπή για χειρουργική εκτίμηση και αντιμετώπιση, ενώ μερικές φορές χρειάζεται ο γαστρεντερολόγος να σημειώσει με ειδική χρωστική το σημείο που βρισκόταν ο πολύποδας ώστε να μπορεί να το εντοπίσει ο χειρουργός κατά την επέμβαση. Πρέπει να γίνεται προσπάθεια να αφαιρείται ακέραιος ο πολύποδας εντέρου και όχι σε κομμάτια.
Ένας καλός γαστρεντερολόγος μπορεί να αφαιρέσει την πλειονότητα των μικρών πολυπόδων και ελάχιστες περιπτώσεις θα καταλήξουν στον χειρουργό. Ο ασθενής παραπέμπεται στον χειρουργό όταν ο πολύποδας δεν μπορεί να αφαιρεθεί ενδοσκοπικά λόγω μεγέθους, κίνδυνου αιμορραγίας ή διάτρησης, δύσκολη θέση ή άλλους τεχνικούς λόγους είτε γιατί στην βιοψία υπάρχει υψηλόβαθμη δυσπλασία που είναι προκαρκινική κατάσταση ή κακοήθεια. Υπάρχουν βεβαίως και περιπτώσεις όπου ο κακοήθης πολύποδας είναι σε πολύ πρώιμο στάδιο (δεν έχει διηθήσει αρκετά το τοίχωμα του εντέρου) οπότε η ενδοσκοπική αφαίρεση είναι επαρκής θεραπεία κάτι που τονίζει πάλι ιδιαίτερα την σημασία της έγκαιρης κολονοσκόπησης.
Τα μισά περιστατικά καρκίνου του παχέος εντέρου εντοπίζονται στο ορθό και το σιγμοειδές,
Ο καρκίνος παχέος εντέρου έχει καλή πρόγνωση αν αντιμετωπιστεί έγκαιρα και σωστά. Η θεραπεία του περιλαμβάνει τη σωστή ογκολογική επέμβαση σε συνδυασμό με χημειοθεραπεία όταν ο όγκος ξεφεύγει από τα όρια του εντέρου είτε με τη μορφή τοπικής επέκτασης είτε με τη μορφή μεταστάσεων σε λεμφαδένες. Η ένταξη του ασθενή στο κατάλληλο ογκολογικό πρωτόκολλο είναι απόφαση του ογκολογικού συμβουλίου που συνήθως αποτελείται από τον χειρουργό, τον ογκολόγο, τον ακτινολόγο και τον παθολογοανατόμο.
Το παχύ έντερο (κόλον) βρίσκεται μέσα στην κοιλιακή χώρα και κρέμεται από μια «μεμβράνη» λίπους το μεσόκολο το οποίο περιέχει το λίπος, τα αγγεία (αρτηρίες και φλέβες), τα νεύρα και τους λεμφαδένες του παχέος εντέρου. Οι λεμφαδένες είναι μικροσκοπικοί αδένες υπεύθυνοι για την άμυνα του οργανισμού τόσο απέναντι στα μικρόβια όσο και απέναντι στα καρκινικά κύτταρα και αποτελούν την πρώτη θέση εντόπισης των μεταστάσεων.
Παράγοντες οι οποίοι μπορούν να αυξήσουν την προδιάθεση για καρκίνο του παχέος εντέρου είναι οι παρακάτω:
Ιδιαίτερη μορφή αποτελούν οι κληρονομικές μορφές καρκίνου του παχέος εντέρου όπως σύνδρομο Lynch – HNPCC (Hereditary nonpolyposis colorectal cancer) και η οικογενής πολυποδίαση FAP (Familial adenomatous polyposis).
Τα συμπτώματα του καρκίνου του παχέος εντέρου είναι μη ειδικά. Σημάδια που πρέπει να ανησυχήσουν τους ασθενείς είναι
Οι επιπλοκές του καρκίνου του παχέος εντέρου μπορεί να είναι η απόφραξη (ειλεός), η αιμορραγία και η διάτρηση. Όταν εμφανιστούν επιπλοκές συνήθως η χειρουργική επέμβαση γίνεται υπό επείγουσες συνθήκες αυξάνοντας την νοσηρότητα και την θνησιμότητα και μειώνοντας το προσδόκιμο ζωής.
Η σταδιοποίηση του καρκίνου εντέρου είναι απαραίτητη για να σχεδιάσουμε την κατάλληλη θεραπεία, να προβλέψουμε την εξέλιξη της νόσου και να παρακολουθούμε την αποτελεσματικότητα των θεραπευτικών χειρισμών.
Η προεγχειρητική σταδιοποίηση γίνεται με αξονικές τομογραφίες άνω/κάτω κοιλίας και θώρακα οι οποίες θα μας δείξουν την έκταση της νόσου. Ανάλογα με τα ευρήματα της αξονικής μπορεί να χρειαστούν και άλλες πιο ειδικές εξετάσεις όπως η μαγνητική τομογραφία και το PET scan τα οποία χρησιμοποιούνται συνήθως όταν υπάρχει υποψία για μεταστάσεις ή για υποτροπή.
Η τελική σταδιοποίηση όσον αφορά τον όγκο και τους λεμφαδένες γίνεται μετά το χειρουργείο από την ιστολογική εξέταση του αφαιρεθέντος εντέρου. Το στάδιο του όγκου μετά την επέμβαση θα καθορίσει και την ανάγκη για χημειοθεραπεία η οποία είναι απαραίτητη όταν ο όγκος βγαίνει εκτός του έντερου ή υπάρχουν προσβεβλημένοι λεμφαδένες.
Η σταδιοποίηση παίζει πάρα πολύ σημαντικό ρόλο στην τελική αντιμετώπιση της ασθένειας. Και αυτό γιατί οποιουδήποτε μεγέθους όγκος ο οποίος όμως έχει διηθήσει τους λεμφαδένες (Ν+) επιβάλλει μετά το χειρουργείο την χορήγηση επικουρικής χημειοθεραπείας. Το ίδιο συμβαίνει και σε μεγάλου μεγέθους όγκους ή σε όγκους που διηθούν τα γειτονικά όργανα ανεξάρτητα από την διήθηση των λεμφαδένων (pT4, επείγον χειρουργείο, ρήξη του οργάνου)
Θα εξετάσουμε ξεχωριστά το παχύ έντερο από το ορθό και αυτό γιατί η αντιμετώπιση του καρκίνου του ορθού διαφέρει σημαντικά λόγω της ανατομικής εντόπισης του οργάνου (σφιγκτηριακός μηχανισμός) και της γειτνίασης του με άλλα όργανα της πυέλου (ουρ. κύστη, προστάτης κόλπος)
Το παχύ έντερο χωρίζεται σε τμήματα ανάλογα με τη θέση του και κάθε ένα από αυτά αντίστοιχη σε συγκεκριμένη περιοχή στο μεσόκολο. Τα τμήματα του παχέος εντέρου είναι το τυφλό (περιλαμβάνει τη σκωληκοειδή), το ανιόν (δεξιά), εγκάρσιο, κατιόν (αριστερά) και σιγμοειδές. Η ανατομία αυτή έχει μεγάλη σημασία στη χειρουργική του καρκίνου εντέρου διότι πρέπει όταν αφαιρούμε το μέρος του παχέος εντέρου που έχει τον όγκο να αφαιρούμαι συνολικά το τμήμα με βάση την κατάταξη που αναφέραμε και μαζί όλο το αντίστοιχο τμήμα του μεσοκόλου για να εξασφαλίσουμε ένα σωστό ογκολογικό αποτέλεσμα. Συνεπώς η ογκολογική επέμβαση στο έντερο διαφέρει από μια οποιαδήποτε επέμβαση εντέρου, επειδή πρέπει να αφαιρείται το σύνολο του πάσχοντος τμήματος μαζί με τους λεμφαδένες και τα αγγεία του ασχέτως εάν ο όγκος καταλαμβάνει μόνο ένα πολύ μικρό κομμάτι.
Οι βασικοί κανόνες στην χειρουργική αντιμετώπιση του καρκίνου του παχέος εντέρου είναι
Με αυτούς τους κανόνες μπορούμε να εκτιμήσουμε την ποιότητα της επέμβασης. Η ογκολογική επέμβαση εξασφαλίζει τη μέγιστη επιβίωση στον ασθενή και βοηθάει να επιτύχουμε το καλύτερο αποτέλεσμα από τη χημειοθεραπεία.
Ανάλογα με την ενόπιση του καρκίνου στο παχύ έντερο υπάρχουν και οι εκτομές του αντίστοιχου τμήματος.
Έτσι έχουμε την δεξιά ημικολεκτομή (Α) για όγκου του δεξιού τμήματος του παχέος εντέρου, την εγκαρσιεκτομή (Β) για όγκους του εγκαρσίου τμήματος, την αριστερή ημικολεκτομή (Γ) για όγκους του αριστερού τμήματος και την σιγμοειδεκτομή για τον καρκίνου του σιγμοειδούς.
Αυτές οι επεμβάσεις εκτελούνται είτε με την κλασσική μέθοδο (ανοικτά) είτε λαπαροσκοπικά (ελάχιστα επεμβατική μέθοδος). Το ογκολογικό αποτέλεσμα είναι το ίδιο και στις δύο περιπτώσεις. Εάν δεν υπάρχουν αντενδείξεις (πολλαπλά χειρουργεία στην κοιλιά, βαρειά καρδιοαναπνευστική νόσος κτλ) η λαπαροσκοπική μέθοδο αποτελεί τον χρυσό κανόνα στις μέρες μας. Έτσι ο ασθενής ωφελείται από τα πλεονεκτήματα της μεθόδου (μικρότερο τραύμα, μειωμένος πόνος, μικρότερο ποσοστό επιπλοκών , ταχύτερη κινητοποίηση και επάνοδος στην καθημερινή ρουτίνα και την εργασία κτλ) ενώ ταυτόχρονα διατηρούνται όλοι οι ογκολογικοι κανόνες.
Κάθε περίπτωση είναι μοναδική και οι αριθμοί είναι ενδεικτικοί. Οι νέες θεραπείες όπως η ανοσοθεραπεία αυξάνουν κατά πολύ τα ποσοστά επιβίωσης. Γενικά ο καρκίνος του παχέος εντέρου και του ορθού είναι από τους πιο ιάσιμους και αντιμετωπίσιμους, ιδιαίτερα εάν διαγνωσθεί και αντιμετωπιστεί σε πρώιμα στάδια.
Η 5ετής επιβίωση στα πρώιμα στάδια (Ι και ΙΙ) κυμαίνεται αντίστοιχα 70-100% και 60-90% Στα πιο προχωρημένα στάδια (ΙΙΙ και ΙV – διήθηση λεμφαδένων και απομακρυσμένες μεταστάσεις) πέφτουν αυτά τα ποσοστά αντίστοιχα σε 44-60% και 3-7% (το τελευταίο χωρίς καμία θεραπεία). Ωστόσο εάν οι μεταστάσεις είναι χειρουργήσιμες η αφαίρεση αυτών έχει αποδειχθεί ότι βελτιώνει σημαντικά το ποσοστό επιβίωσης.
Όπως προαναφέρθηκε θα μιλήσουμε χωριστά για το ορθό από το παχύ έντερο διότι υπάρχουν ορισμένες σημαντικές διαφορές. Το ορθό, λόγω της γειτονίας του με τον σφιγκτήρα που είναι υπεύθυνος για τον έλεγχο των κενώσεων και των ιδιαίτερων ανατομικών δομών που το περιβάλουν (προστάτης, κόλπος, ουροδόχος κύστη, αγγεία και νεύρα) προϋποθέτει μια διαφορετική θεραπευτική προσέγγιση.
Έτσι ενώ σε ότι αφορά την διάγνωση και την σταδιοποίηση ισχύουν όλα όπως και στο παχύ έντερο, έρχονται εδώ συμπληρωματικά, παίζοντας όμως σημαντικότατο ρόλο η ορθοσκόπηση και η μαγνητική τομογραφία πυέλου. Και αυτό γιατί η εντόπιση και η επέκταση το όγκου είναι το βασικό κριτήριο για την πρωτογενή χειρουργική επέμβαση ή την έναρξη προεγχειρητικής χημειοθεραπείας και ακτινοθεραπείας. Ο συνδυασμός θεραπείας που χρειάζεται ο εκάστοτε ασθενής, καθώς και η σειρά, με την οποία θα εφαρμοστούν, είναι ένα σύνθετο θέμα το οποίο εξετάζεται κατά περίπτωση από τον χειρουργό σε συνεργασία με το Ογκολογικό Συμβούλιο του νοσοκομείου. Έτσι όγκοι που βρίσκονται σε απόσταση άνω των 12 εκ από τον πρωκτό αντιμετωπίζονται όπως οι όγκοι του υπόλοιπου παχέος εντέρου ενώ αυτοί που βρίσκονται πιο κοντά στον πρωκτό (λιγότερο από 12 εκ) απαιτούν ανάλογα τον βαθμό διήθησης του τοιχώματος και των γειτονικών λεμφαδένων μια προ εγχειρητική ακτινοθεραπεία και χημειοθεραπεία. Η χειρουργική αφαίρεση του όγκου γίνεται 6-8 εβδομάδες μετά την ακτινοβολία. Η επέμβαση εκλογής είναι η λαπαροσκοπική χαμηλή προσθία εκτομή όπου αφαιρείται το πάσχον τμήμα του ορθού με το μεσοορθό ακολουθώντας τους ογκολογικούς κανόνες, και το υγιές παχύ έντερο αναστομώνεται με την χρήση ενός ειδικού μηχανήματος (κυκλικός αναστομωτήρας) με το εναπομείναν τμήμα του ορθού ή τον πρωκτό.
Στόχος της προεγχειρητικής ακτινοβολίας και χημειοθεραπείας είναι:
Σε ένα ποσοστό 20 με 25% παρατηρείται πλήρης εξαφάνιση του καρκίνου, κάτι που μας δίνει την δυνατότητα, εφόσον οι βιοψίες από το ορθό είναι αρνητικές να αποφύγουμε την επέμβαση και να οδηγηθούμε σε μια στρατηγική “watch and wait”, όπου ακολουθούν πολλοί συχνοί ενδοσκοπικοί και απεικονιστικοί έλεγχοι (ανά 3μηνο) για την έγκαιρη διάγνωση μιας πιθανής υποτροπής.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι πέρα από τα σημαντικά πλεονεκτήματα, η χρήση προεγχειρητικής ακτινοβολίας δημιουργεί ίνωση και δυσκολεύει την επέμβαση αλλά και την επούλωση μετά το χειρουργείο. Η επούλωση της αναστόμωσης είναι πιο επισφαλής εάν έχει προηγηθεί ακτινοβολία και για αυτόν τον λόγο σχεδόν επιβάλλεται η δημιουργία προφυλακτικής ειλεοστομίας
Εάν ο καρκίνος είναι πολύ χαμηλά και διηθεί τους σφιγκτήρες η κοιλιοπεριναϊκή εκτομή και μόνιμη κολοστομία είναι η μόνη θεραπευτική λύση. Υπάρχουν περιπτώσεις βέβαια όπου η ακτινοβολία μπορεί να εξαφανίσει την νόσο όπως προαναφέραμε παραπάνω, αλλά είναι μάλλον απίθανο ο ασθενής να αποφύγει το χειρουργείο εξ’ ολοκλήρου.
Η άμεση μετεγχειρητική ανάρρωση περιλαμβάνει ένα διάστημα 7 με 10 ημερών όπου εξασφαλίζεται η πλήρης σίτιση καθώς και η επαναφορά των εντερικών συνηθειών. Μετά την ανάρρωση από το χειρουργείο και ένα διάστημα αποθεραπείας 4-6 εβδομάδων συστήνεται η μετεγχειρητική (adjuvant) χημειοθεραπεία ανάλογα και με τα αποτελέσματα της ιστολογικής εξέτασης. Πλέον υπάρχουν και νέα πρωτόκολλα θεραπείας όπου η μετεγχειρητική χημειοθεραπεία δεν εφαρμόζεται (total neoadjunant radiochemotherapy – TNT)
Η εξειδίκευση του χειρουργού και η στενή συνεργασία του με τον Ογκολόγο και το Ογκολογικό συμβούλιο είναι απαραίτητη για το σωστό follow-up.