Ιδιοπαθείς φλεγμονώδεις παθήσεις εντέρου (ΙΦΝΕ)

Τι είναι οι ιδιοπαθείς φλεγμονώδεις παθήσεις του εντέρου (ΙΦΝΕ);

Oι ιδιοπαθείς φλεγμονώδεις νόσοι του εντέρου αποτελούν μία ομάδα νόσων που περιλαμβάνουν τη νόσο Crohn, την ελκώδη κολίτιδα και αρκετά σπάνια  σπανίως κάποιες µη διαφοροποιημένες ενδιάμεσες µορφές.

Η συχνότητα εμφάνισης τους στον δυτικό κόσμο είναι περίπου 400 ασθενείς ανά 100.000 άτομα και η συνεχώς αυξανόμενη επίπτωση της ΙΦΝΕ από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έχει συσχετιστεί με την αύξηση της κατανάλωσης κρέατος παγκοσμίως, υποστηρίζοντας τον ισχυρισμό ότι η πρόσληψη ζωικής πρωτεΐνης σχετίζεται με την ΙΦΝΕ. Ωστόσο, υπάρχουν πολλοί περιβαλλοντικοί παράγοντες κινδύνου που έχουν συνδεθεί με τον αυξημένο και μειωμένο κίνδυνο ΙΦΝΕ, όπως το κάπνισμα, η ατμοσφαιρική ρύπανση, η αστικοποίηση και η δυτικοποίηση του τρόπου ζωής.

H ακριβής παθολογία αυτών των νόσων είναι άγνωστη ωστόσο θεωρείται ότι οφείλεται σε μία ανοσολογική αντίδραση του οργανισμού που πρακτικά επιτίθεται στον βλεννογόνο και στο υπόλοιπο τοίχωμα του παχέος και του λεπτού εντέρου.

Κλινική εικόνα – Διάγνωση

Η έναρξη της νόσου γίνεται συνήθως σε νεαρές ηλικίες. Δεν υπάρχει κάποια τυπική κλινική εικόνα ωστόσο είναι πάρα πολύ συχνές ή διάρροιες με προσμίξεις βλέννης και αίματος, το κολικοειδές κοιλιακό άλγος, η απώλεια βάρους ενώ ιδιαιτέρως στην ελκώδη κολίτιδα συνυπάρχουνε και εκδηλώσεις της νόσου εκτός του εντέρου όπως από το δέρμα, τους οφθαλμούς, από τις αρθρώσεις ή από τα χοληφόρα αγγεία.

Εφόσον τεθεί η κλινική υποψία της νόσου είναι απαραίτητη η εξέταση από εξειδικευμένο γαστρεντερολόγο . Θα ακολουθήσει η ενδοσκόπηση -κολονοσκόπηση και η λήψη πολλαπλών βιοψιών για την διάγνωση ή των αποκλεισμό της νόσου. Συμπληρωματικά γίνονται εργαστηριακές εξετάσεις όπου αναζητούνται εξειδικευμένα αυτοαντισώματα.

Παρόλη την κοινή αιτιοπαθολογία όπως και πολλές φορές την ίδια κλινική εικόνα οι νόσοι αυτή εξετάζονται ξεχωριστά καθότι προσβάλουν διαφορετικά σημεία του γαστρεντερικού σωλήνα οδηγώντας σε διαφορετική αντιμετώπιση.

Νοσος Crohn

Παρά τη χρόνια φλεγμονή η νόσος Crohn θεωρείται μία καλοήθης νόσος του εντέρου. Προσβάλλει κατά κύριο λόγο το λεπτό και το παχύ έντερο μπορεί όμως των προσβάλλει ολόκληρο τον γαστρεντερικό σωλήνα από το στόμα έως τον πρωκτό. Σημαντική διαφορά με την ελκώδη κολίτιδα αποτελεί το γεγονός ότι οι βλάβες στο έντερο εντοπίζονται τμηματικά, κοινώς υπάρχουνε γέφυρες υγιούς ιστού ανάμεσα στις πάσχουσες περιοχές. Η αντιμετώπιση της νόσου Crohn είναι πρωτίστως φαρμακευτική με στοχευμένα πλέον φάρμακα (βιολογικοί παράγοντες) ενώ παράλληλα επιβάλλονται συχνοί επανέλεγχοι (ενδοσκοπικοί όπως και απεικονιστικοί -αξονική/μαγνητική τομογραφία/ υπερηχοτομογραφία). Η χειρουργική αντιμετώπιση έχει θέσει στη νόσο Crohn επί αποτυχία στις συντηρητικής θεραπείας καθώς επίσης και επί εμφάνισης επιπλοκών όπως οι στενώσεις, ο ειλεός, η διάτρηση με συνακόλουθη περιτονίτιδα η δημιουργία συριγγίων ή αποστημάτων, η οξεία μη ελεγχόμενη αιμορραγία καθώς επίσης και εμφάνιση επιπλοκών από γειτονικά ο ενδοκοιλιακά όργανα. Γενική στρατηγική στην χειρουργική αντιμετώπιση είναι οι περιορισμένες εκτομές μόνο στα πάσχοντα τμήματα και οι πρωτογενής αναστόμωση.  Σε περιπτώσεις στενώσεων εξαντλούνται πρωτίστως όλες οι πιθανότητες μιας ενδοσκοπικής διαστολής πρώτού προχωρήσουμε στην χειρουργική επέμβαση. Όλες αυτές οι επεμβάσεις γίνονται πλέον με ελάχιστα επιβατικές μεθόδους (λαπαροσκόπηση). Έτσι οι ασθενείς μπορεί να επωφεληθούν από όλα τα πλεονεκτήματα όπως το μικρό χειρουργικό τραύμα τη γρήγορη επάνοδο στις καθημερινές δραστηριότητες και στην εργασία, τον μειωμένο μετεγχειρητικό πόνο, το καλύτερο αισθητικό αποτέλεσμα κτλ.

Ελκώδης κολίτιδα

Η βασικότερη διαφορά της ελκώδους κολίτιδας από την όσο του Crohn συνίσταται στην εντόπιση της. Η ελκώδης κολίτιδα εντοπίζεται κατά αποκλειστικότητα στο παχύ έντερο και στο ορθό ενώ η ενδοσκοπική εικόνα των βλαβών είναι συνεχής. Στην παθολογοανατομική εξέταση η βλάβες είναι περιορισμένες στον βλεννογόνο του εντέρου. Συχνές είναι όπως αναφέρθηκε και η έξωεντερικες εντοπίσεις της νόσου. Στη κλινική της εκδήλωση έχουμε τρεις μορφές: η χρόνια υποτροπιάζουσα νόσος στο 85% των ασθενών, η χρόνια συνεχόμενη νόσος που συναντάται στο 10% και στην οποία δεν υπάρχει καμία πλήρη ύφεση των συμπτωμάτων και η οξεία κεραυνοβόλος κολίτιδα που συναντάται στο 5% των ασθενών και συνοδεύεται από πολλές επιπλοκές όπως τοξικό μεγάλο και έχει πολύ υψηλή θνητότητα που αγγίζει το 30%.

Η αντιμετώπιση της είναι εκεί στα αρχικά στάδια φάρμακευτική και σταδιακή. Έτσι υπάρχουνε φάρμακα 1ης, 2ης και 3ης γραμμής. Σε περίπτωση αποτυχίας όλων των συντηρητικών μέσω επιβάλλεται η χειρουργική αντιμετώπιση. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτής της νόσου είναι ότι αποτελεί μία προκαρκινική κατάσταση για αυτό συνίσταται η κολονοσκόπηση σε ετησία βάση, η οποία ακολουθείται από βιοψίες. Στην περίπτωση που αναδεικνύονται ιστολογικές δυσπλασίες – αλλοιώσεις συνίσταται η ολική πρωκτοκολεκτομή κοινώς  η ολική αφαίρεση του παχέος εντέρου και του ορθού µε ειλεϊκή νεολήκυθο (J-pouch)

Συμπέρασμα

Η χειρουργική παίζει σημαντικό ρόλο στον σχεδιασμό, καθώς περίπου το 30% των ασθενών µε ελκώδη κολίτιδα και το 70% των ασθενών µε νόσο Crohn θα χρειαστεί να χειρουργηθούν κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Προϊόντος του χρόνου, η χειρουργική των ιδιοπαθών φλεγμονωδών νόσων του εντέρου έχει προοδεύσει, αφού η βαθύτερη κατανόησή τους έχει οδηγήσει σε αποτελεσματικότερη συντηρητική αντιμετώπιση, αλλά και σε διαφοροποίηση τόσο της χρονικής στιγμής που επιλέγεται η χειρουργική παρέμβαση όσο και των ίδιων των επεμβάσεων

Η αντιμετώπιση των ΙΦΝΕ απαιτεί γενικά τη χρήση πολλαπλών προσεγγίσεων, τόσο φαρμακευτικών όσο και χειρουργικών. Στόχος είναι κατά κανόνα η διατήρηση της ποιότητας ζωής των ατόμων αυτών σε καλά επίπεδα, διατηρώντας την πάθησή τους σε μακροχρόνια ύφεση και αντιμετωπίζοντας τις εξάρσεις υποστηρικτικά. Σε όλες τις περιπτώσεις ασθενών µε ιδιοπαθή φλεγμονώδη νόσο του εντέρου, η λειτουργία συντονισμένης και εξειδικευμένης ομάδας ειδικών είναι ύψιστης σημασίας. Ο χειρουργός που θα συµµετέχει στην ομάδα αυτή θα πρέπει να έχει εξειδίκευση στη χειρουργική του παχέος εντέρου και ορθού.