Χειρουργικές παθήσεις θυρεοειδούς αδένα

Χειρουργικές παθήσεις θυρεοειδούς αδένα

Ο θυρεοειδής αδένας είναι ο μεγαλύτερος αδένας του ανθρώπινου σώματος, βρίσκεται στο πρόσθιο μέρος του τραχήλου και αποτελείται από δύο λοβούς(αριστερό και δεξιό) οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους με ένα λεπτό τμήμα ιστού, τον ισθμό. Όπισθεν του θυρεοειδούς αδένα υπάρχουν τέσσερις μικροί αδένες, οι παραθυρεοειδείς αδένες οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για τη ρύθμιση του ασβεστίου του αίματος.Είναι υπεύθυνος για την ομαλή λειτουργία του οργανισμού (την ομοιόσταση), δρώντας μέσω της παραγωγής της θυροξίνης (Τ4) και της τρι-ιωδοθυρονίνης (Τ3), δύο ορμονών οι οποίες ρυθμίζουν το βασικό μεταβολισμό του οργανισμού. Παράγει επίσης την Καλσιτονίνη, (από τα παραθυλακιώδη ή C-κύτταρα)

Η σύνθεση κι έκκριση των θυρεοειδικών ορμονών ρυθμίζεται από τη θυρεοειδοτρόπο ορμόνη (TSH) που παράγεται στην υπόφυση και η οποία εξαρτάται από την έκκριση της θυρεοεκλυτικής ορμόνης (TRH) που παράγεται στον υποθάλαμο. Το ιώδιο είναι απαραίτητο για τη σωστή λειτουργία του θυρεοειδούς και την παραγωγή των θυρεοειδικών ορμονών, γι’ αυτό η έλλειψή του προκαλεί υποθυρεοειδισμό. Προσλαμβάνεται από το αλάτι και τροφές πλούσιες σε ιώδιο όπως οι θαλασσινές. Ανεπαρκής πρόσληψή του προκαλεί μειωμένη παραγωγή των ορμονών, οπότε ο θυρεοειδής αναγκάζεται να υπερλειτουργεί και διογκώνεται δημιουργώντας τη βρογχοκήλη.

Η παραμικρή δυσλειτουργία του θυρεοειδούς αδένα επιφέρει διαταραχή των ορμονών, απορρυθμίζοντας το μεταβολισμό, με δυσμενείς συνέπειες στη λειτουργία πολλών οργάνων κυρίως της καρδιάς, του εγκεφάλου, του εντέρου, την κυκλοφορία του αίματος, την ανάπτυξη του σκελετού, τον κύκλο και τη γονιμότητα της γυναίκας.

Δύο πολύ σημαντικοί ορισμοί που εκδηλώνονται κλινικά στο θυρεοειδή στα πλαίσια των παθολογικών του καταστάσεων είναι:

Βρογχοκήλη (Goiter) – ορίζεται ως οποιαδήποτε διόγκωση του αδένα.
Όζος (Nodule) – ογκίδιο που αναπτύσσεται στο θυρεοειδή αγνώστου συνήθως αιτιολογίας και μπορεί να είναι μονήρης ή πολλαπλοί (πολυοζώδης).

Βρογχοκήλη

Όζοι θυρεοειδούς

Παθήσεις θυρεοειδούς

Οι παθολογικές καταστάσεις του θυρεοειδούς αδένα διακρίνονται σε:

1)Υπερθυρεοειδισμός (υπερλειτουργία του θυρεοειδούς αδένα), ο οποίος παράγει περισσότερες ορμόνες από όσες χρειάζεται το σώμα.
Κυριότερα αίτια:
– διάχυτη τοξική βρογχοκήλη (νόσος Graves), αυτοάνοσος νόσος με παραγωγή αντισωμάτων από τον οργανισμό εναντίον του αδένα
– οζώδης τοξική βρογχοκήλη (νόσος Plummer- όζοι θυρεοειδούς που υπερλειτουργούν)
– θυρεοειδίτιδα De Quervain ή υποξεία θυρεοειδίτιδα, προκαλείται από ιογενή λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος με αποτέλεσμα έντονη φλεγμονή του αδένα ο οποίος διογκώνεται και είναι επώδυνος
– υποξεία λεμφοκυτταρική θυρεοειδίτιδα,  εκδηλώνεται μετά τον τοκετό
– θυρεοειδίτιδα της λοχείας, μέσα σε ένα χρόνο από τον τοκετό
– τοξικό αυτόνομο αδένωμα ή θερμός όζος
– λήψη μεγάλης ποσότητας ιωδίου
– υπερβολική λήψη Τ3 ή/και Τ4 ορμονών

Στα κλινικά σημεία εκδήλωσης του υπερθυρεοειδισμού περιλαμβάνονται η διόγκωση θυρεοειδούς – βρογχοκήλη, η ευερεθιστότητα, ο τρόμος των χεριών, η μυϊκή αδυναμία, οι διαταραχές ύπνου, η δυσανεξία στη ζέστη – εφίδρωση, η αύξηση της όρεξης με απώλεια όμως βάρους, η αύξηση της συχνότητας των κενώσεων ή διάρροιες, διάφορες αρρυθμίες – ταχυκαρδία, διαταραχές περιόδου – υπογονιμότητα,  τριχόπτωση, οστεοπόρωση, εξόφθαλμος

2) Υποθυρεοειδισμός (υπολειτουργία του θυρεοειδούς αδένα) ο οποίος παράγει λίγες ή καθόλου ορμόνες.
Κυριότερες αιτίες:
– Νόσος Hashimoto ή αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα, το ανοσοποιητικό σύστημα παράγει αντισώματα που επιτίθενται στον αδένα
– αγενεσία θυρεοειδούς (γενετική ανωμαλία)
– συγγενής υποθυρεοειδισμός
– χειρουργική αφαίρεση θυρεοειδούς
– ακτινοβολία στην περιοχή του τραχήλου για αντιμετώπιση άλλων κακοηθειών της περιοχής
– ραδιενεργό ιώδιο για αντιμετώπιση υπερθυρεοειδισμού
Στην κλινική εικόνα του υποθυρεοειδισμού περιλαμβάνονται η κόπωση και τα μειωμένα αντανακλαστικά, οι διαταραχές του ύπνου και της μνήμης/ προσοχής, οι πόνοι στους μύες και τις αρθρώσεις – κράμπες συμπτώματα κατάθλιψης όπως θλίψη ανησυχία, αίσθημα κρύου, δυσκολία στη απώλεια βάρους ή μικρή αύξησή του, ξηρό δέρμα, τριχόπτωση – απώλεια μαλλιών,  βραχνάδα στη φωνή, δυσκοιλιότητα, βραδυκαρδία, διαταραχές περιόδου – υπογονιμότητα,.

3) Θυρεοειδίτιδες, είναι σχετικά σπάνιες για φλεγμονώδεις παθήσεις του θυρεοειδούς που προκαλούνται από διάφορα αίτια και μπορεί να έχουν εκδήλωση υπέρ- ή υποθυρεοειδισμού. Εκτός των όσων αναφέρθηκαν ήδη αναφέρθηκαν παραπάνω θυρεοειδίτιδα μπορεί να προκληθεί κι από φάρμακα όπως αντικαρκινικά, ιντερφερόνη, αμιωδαρόνη κτλ.

4) Όζοι του Θυρεοειδούς. Όπως αναφέρθηκε είναι ογκίδια αγνώστου αιτιολογίας, ενδέχεται να αναπτυχθούν σε περιβάλλον θυρεοειδίτιδας ενώ και η έλλειψη ιωδίου συμβάλλει στη ανάπτυξή τους. Συνήθως είναι ασυμπτωματικοί ή γίνονται αντιληπτοί ως μία διόγκωση στο λαιμό. Αν είναι πολύ μεγάλος μπορεί να προκαλέσει τοπικό πόνο κι αίσθημα πίεσης στο λαιμό. Αν οι όζοι δεν επηρεάζουν τη λειτουργία του θυρεοειδούς και την παραγωγή θυρεοειδικών ορμονών χαρακτηρίζονται ως ψυχροί και δεν προκαλούν συμπτώματα. Ένα μικρό ποσοστό παράγει θυρεοειδικές ορμόνες προκαλώντας υπερθυρεοειδισμό και χαρακτηρίζονται ως θερμοί όζοι. Ένα 5% των όζων είναι κακοήθεις για αυτό και συμπτώματα/ευρήματα όπως πόνος, γρήγορη αύξηση μεγέθους, αλλαγή στη φωνή, δυσκολία στην κατάποση, και ψηλαφητοί λεμφαδένες στον τράχηλο επί ύπαρξης όζων είναι ανησυχητικά και επιβάλλουν την περαιτέρω διερεύνηση.

5)Καρκίνος θυρεοειδούς. Αποτελεί το 95% των περιπτώσεων κακοήθειας όλων των ενδοκρινών αδένων του σώματος και το 2-3% όλων των κακοηθειών του ανθρώπινου οργανισμού. Είναι συχνότερος στις γυναίκες κι εμφανίζεται με τη μορφή μικρών ογκιδίων ή όζων. Τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει μεγάλη αύξηση της συχνότητας εμφάνισής του σε σχέση με άλλες κακοήθειες του σώματος.

Ταξινομείται σε
– Θηλώδες καρκίνωμα (συχνότερος τύπος 80%)
– Θυλακιώδες καρκίνωμα (10%)
– Καρκίνωμα από κύτταρα Hurthle (4%)
– Αναπλαστικό ή Αμετάπλαστο Καρκίνωμα (1-2%)
– Μυελοειδές Ca (4-5%)
– σπάνιους όγκους όπως Λέμφωμα και Τεράτωμα

Πέραν του αναπλαστικού και του μυελοειδούς καρκινώματος που έχουν αντίστοιχα πολύ κακή και μέτρια έως κακή πρόγνωση οι πιο συχνά ευρισκόμενες μορφές (θηλώδης και θυλακιώδης καρκίνος) έχουν πολύ καλή πρόγνωση σε ποσοστά που αγγίζουν, για τις πρώιμες μορφές, τα όρια της ίασης μετά από θεραπεία (5ετής επιβίωση άνω του 95%)

Διάγνωση

Η διάγνωση των παθήσεων του θυρεοειδούς περιλαμβάνει πέραν του εκτενούς ιστορικού και της κλινικής εξέτασης έναν συνδυασμό εργαστηριακών και απεικονιστικών εξετάσεων.

  • Έλεγχος ορμονών: T3, T4, FT3, FT4, TSH, αντισώματα, καλσιτονίνη
  • Υπερηχογράφημα θυρεοειδούς: έλεγχος μεγέθους και υφής του αδένα, παρουσία – αριθμό – θέση – σύσταση των όζων, συνύπαρξη διογκωμένων λεμφαδένων
  • Σπινθηρογράφημα θυρεοειδούς (SCAN με ιώδιο) για διαχωρισμό ενός διαγνωσμένου όζου σε θερμό – ψυχρό (διενεργείται από πυρηνικό ιατρό)
  • Αξονική/ Μαγνητική τομογραφία (CT/ MRI) για περαιτέρω διερεύνηση – σταδιοποίηση σε κακοήθεια
  • Βιοψία δια παρακέντησης με λεπτή βελόνη (Fine needle Aspiration – FNA) ογκιδίου που μπορεί να είναι όζος ή διογκωμένος τραχηλικός λεμφαδένας: επεμβατική διαδικασία κατά την οποία λαμβάνεται υπό υπερηχογραφικό έλεγχο μέσω μίας λεπτής βελόνης – σύριγγας, υλικό ή υγρό μέσα από το ογκίδιο και στη συνέχεια εξετάζεται στο μικροσκόπιο για καρκινικά ή προκαρκινικά κύτταρα.

Υπερηχογράφημα Θυρεοειδούς

Σπινθηρογράφημα Θυρεοειδούς

Χειρουργική αντιμετώπιση

Οι παθήσεις του θυρεοειδούς αντιμετωπίζονται πρωτίστως φαρμακευτικά/συντηρητικά από τον ενδοκρινολόγο και/ή τον πυρηνικό ιατρό. Ωστόσο σε πλήθος περιπτώσεων υπάρχει ένδειξη για χειρουργική θεραπεία

Οι ενδείξεις χειρουργείου είναι απόλυτες και σχετικές

Στις απόλυτες περιλαμβάνονται:

  • πολυοζώδης βρογχοκήλη που δε θεραπεύεται φαρμακευτικά
  • μεγάλη βρογχοκήλη που δε θεραπεύεται με φάρμακα και πιέζει στην περιοχή του τραχήλου ή φτάνει χαμηλά μέχρι το θώρακα (καταδυόμενη βρογχοκήλη)
  • τοξική διάχυτη βρογχοκήλη που δεν ανταποκρίνεται στα φάρμακα
  • όζοι που στο υπερηχογράφημα πληρούν κάποια κριτήρια (Κατηγοριοποίηση TIRADS, >3b σημαίνει υψηλή υποψία κακοήθειας)
  • μεγάλοι όζοι που προκαλούν πιεστικά φαινόμενα στους γύρω ιστούς
  • όζος ή όζοι που δεν ανταποκρίνονται στη φαρμακευτική αγωγή και μεγαλώνουν σε μέγεθος με FNA ύποπτη ή θετική για κακοήθεια
  • τοξικό αδένωμα
  • FNA θετική ή ύποπτη για κακοήθεια

Σχετικές ενδείξεις είναι:

  • όταν ο ασθενής αδυνατεί να επισκεφθεί τον ιατρό στις προγραμματισμένες συναντήσεις και να υποβληθεί στις εξετάσεις που πρέπει
  • πολλαπλοί όζοι που δεν είναι δυνατόν να ελεγχθούν όλοι για παρουσία κακοήθειας ακόμη κι αν η FNA είναι αρνητική για αυτόν που εξετάσθηκε
  • ψυχροί όζοι στο σπινθηρογράφημα
  • επιθυμία του ασθενούς

Στον ελλαδικό χώρο η επέμβαση εκλογής είναι η ολική θυρεοειδεκτομή με ή χωρίς λεμφαδενικό καθαρισμό ανάλογα με την ύπαρξη κακοήθειας ή όχι. Η επέμβαση γίνεται μέσω μια εγκάρσιας τομής 3-4 εκατοστών στον τράχηλο. Η χειρουργική τομή γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να ¨κρύβεται¨ στις φυσιολογικές πτυχές του δέρματος και η συρραφή του τραύματος γίνεται με ενδοδερμική ραφή (ραφή πλαστικής χειρουργικής). Μετά την επέμβαση ο ασθενής πρέπει να λαμβάνει εφ’ όρου ζωής θυρεοειδική ορμόνη. Η διάρκεια της επέμβασης είναι περίπου 2 ώρες, η νοσηλεία δεν ξεπερνά την μία ημέρα και ο χειρουργημένος μπορεί να επιστρέψει στις δραστηριότητές του σε διάστημα λίγων ημερών.

Εικόνα πριν και μετά από Θυρεοειδεκτομή

Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις (πχ ύπαρξη μονήρους όζου στην μία πλευρά, ύπαρξη θερμού όζου-αδενώματος) υπάρχει η δυνατότητα της λοβεκτομής (απλά της αφαίρεσης μόνο του πάσχοντος λοβού του θυρεοειδούς) επιτρέποντας με αυτό τον τρόπο την παραμονή υγιούς ιστού στο σώμα με τα οφέλη που αυτό συνεπάγεται (μειωμένη δοσολογία ορμονών έως πλήρη απαλλαγή από αυτές).

Η ολική θυρεοειδεκτομή είναι μια λεπτή επέμβαση, η οποία απαιτεί γνώσεις, εμπειρία, απόλυτη δεξιοτεχνία και προσοχή του χειρουργού ώστε να αποφευχθούν κακώσεις ή βλάβες άλλων οργάνων, όπως τα λαρυγγικά νεύρα (υπεύθυνα για την κατάποση, φωνή και αναπνοή), ο οισοφάγος, οι καρωτίδες, οι παραθυρεοειδείς αδένες. Ειδικά λόγω της ανατομικής τους θέσεως (Εικ.1) τα παλίνδρομα λαρυγγικά είναι ιδιαίτερα ευάλωτα σε διεγχειρητικές κακώσεις.

Για να μειωθεί ο κίνδυνος τραυματισμού των νεύρων αυτών κατά την διάρκεια της επέμβασης χρησιμοποιείται τα τελευταία χρόνια με αυξανόμενη συχνότητα η διεγχειρητική νευροδιέγερση των πνευμονογαστρικών και παλίνδρομων λαρυγγικών νεύρων (intraoperative neurostimulation). Πρακτικά ανευρίσκονται τα νεύρα και με την βοήθεια ενός ηλεκτροδίου διεγείρονται και καταγράφεται η δραστηριότητα τους σε ένα μόνιτορ, το οποίο έχει την δυνατότητα ηχητικού σήματος (Εικ. 2), βοηθώντας έτσι τον χειρουργό να εντοπίσει πλήρως την πορεία του νεύρου αποφεύγοντας έτσι την κάκωση του.